φυσιατρική
Смотреть что такое "φυσιατρική" в других словарях:
φυσιατρική — η, Ν ιατρ. κλάδος τής ιατρικής που χρησιμοποιεί φυσικούς παράγοντες, με εξαίρεση τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, για σκοπούς διαγνωστικούς, θεραπευτικούς και αναπροσαρμογής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. medicine physique] … Dictionary of Greek
φυσιατρική — η η επιστήμη που χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις στη θεραπευτική, η φυσικοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)